κῦδι-άνειρα

  • 1ληιάνειρα — ληϊάνειρα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ποιοῡσα τοὺς ἄνδρας γυναικῶν ἐρᾱν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐς «λεία» + άνειρα (θηλ. τού ἀνήρ), πρβλ. βωτι άνειρα, κυδι άνειρα] …

    Dictionary of Greek

  • 2σωσιάνειρα — ἡ, Μ αυτή που σώζει τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < σῴζω* + άνειρα (< θ. ανερ τής λ. ἀνήρ, ἀνδρός, πρβλ. επικ. ονομ. πληθ. ἀνέρες), πρβλ. κυδι άνειρα] …

    Dictionary of Greek

  • 3-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… …

    Dictionary of Greek

  • 4Οιδίπους — Μυθικός ήρωας του θηβαϊκού κύκλου. Οι γονείς του, ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος και η βασίλισσα Ιοκάστη, μόλις γεννήθηκε τον παράδωσαν σε ένα βοσκό για να τον αφήσει στον Κιθαιρώνα να πεθάνει, επειδή το δελφικό μαντείο τους είχε προφητέψει πως το… …

    Dictionary of Greek

  • 5κυδιάνειρα — κυδιάνειρα, ἡ (Α) 1. (συν. για μάχη) αυτή με την οποία δοξάζονται οι άνδρες 2. (για πόλη) η φημισμένη για τους άνδρες της. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*. Η λ. εμφανίζει θ. κυδι (< κῦδος) + άνειρα (θηλ. τού ἀνήρ), πρβλ. βωτι άνειρα] …

    Dictionary of Greek