κῡματίας
1κυματίας — κυματίας, ὁ (ιων. τ. κυματίης) (Α) 1. αυτός που έχει πολλά κύματα, κυματώδης, κυμαινόμενος 2. αυτός που προκαλεί, που σηκώνει κύματα («ἄνεμον μέγαν καὶ κυματίην», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. ίας (πρβλ. αισθηματ ίας, εγκληματ ίας)] …
2κυματίας — κῡματίᾱς , κυματίας surging masc acc pl (ionic) κῡματίᾱς , κυματίας surging masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic) …
3κυματίαι — κῡματίαι , κυματίας surging masc nom/voc pl (ionic) κῡματίᾱͅ , κυματίας surging masc dat sg (attic doric ionic aeolic) …
4κυματίαν — κῡματίᾱν , κυματίας surging masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) κῡματίαν , κυματίας surging masc acc sg (ionic) …
5κυματηρός — κυματηρός, ά, όν (Α) κυματίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. ηρός (πρβλ. αιματ ηρός, καματ ηρός)] …
6κυματόεις — εσσα, εν (Α κυματόεις) (ποιητ. τ.) κυματίας*, γεμάτος κύματα, φουρτουνιασμένος, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. όεις, πρβλ. αιματ όεις, εγκατ όεις] …
7κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …
8κυματίην — κῡματίην , κυματίας surging masc acc sg (epic ionic) …
9κυματίης — κῡματίης , κυματίας surging masc nom sg (epic ionic) …
10κυματίου — κυμάτιον volute neut gen sg κῡματίου , κυματίας surging masc gen sg (ionic) …