κῡμαίνω
21ἀντικυμαίνει — ἀντικῡμαίνει , ἀντί κυμαίνω rise in waves pres ind mp 2nd sg ἀντικῡμαίνει , ἀντί κυμαίνω rise in waves pres ind act 3rd sg …
22ἐγκυμαίνοντα — ἐγκῡμαίνοντα , ἐν κυμαίνω rise in waves pres part act neut nom/voc/acc pl ἐγκῡμαίνοντα , ἐν κυμαίνω rise in waves pres part act masc acc sg …
23ἐκύμαινον — ἐκύ̱μαινον , κυμαίνω rise in waves imperf ind act 3rd pl ἐκύ̱μαινον , κυμαίνω rise in waves imperf ind act 1st sg …
24ὑποκυμαίνει — ὑποκῡμαίνει , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres ind mp 2nd sg ὑποκῡμαίνει , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres ind act 3rd sg …
25ὑποκυμαίνοντα — ὑποκῡμαίνοντα , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres part act neut nom/voc/acc pl ὑποκῡμαίνοντα , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres part act masc acc sg …
26ὑποκυμαίνουσι — ὑποκῡμαίνουσι , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποκῡμαίνουσι , ὑπό κυμαίνω rise in waves pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
27αεικύμαντος — η, ο και ος, ο (Μ ἀεικύμαντος, ον) ο αδιάκοπα ταρασσόμενος από τα κύματα, πολυκύμαντος, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + κυμαίνω] …
28ακύμαντος — η, ο (Α ἀκύμαντος, ον) [κυμαίνω] (για θάλασσα, ποταμό κ.λπ.) αυτός που δεν ταράσσεται από κύματα, ήρεμος, γαλήνιος νεοελλ. 1. ήσυχος, ήρεμος 2. (για τιμές, προϊόντα κ.λπ.) αυτός που δεν υφίσταται διακυμάνσεις αρχ. αυτός που δεν τόν χτυπούν τα… …
29ανακυμαίνω — (Μ ἀνακυμαίνω) 1. προκαλώ ύψωση και πτώση τών τιμών (χρηματιστηριακών αξιών, νομισμάτων κ.ά.) 2. σηκώνω, υψώνω κύματα 3. παθ. ταράζομαι από τα κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κυμαίνω. ΠΑΡ. ανακύμανση] …
30εξοιδαίνω — ἐξοιδαίνω, μέσ. έξοιδαίνομαι (AM) εξογκώνομαι, πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιδαίνω (< οιδέω «πρήζομαι» κατ αναλογίαν προς τα κυμαίνω, οργαίνω)] …