κῡδαίνω
21περικυδανέουσιν — περικῡδανέουσιν , περί κυδαίνω give fut part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) περικῡδανέουσιν , περί κυδαίνω give fut ind act 3rd pl (epic doric ionic) …
22ἐκύδαινον — ἐκύ̱δαινον , κυδαίνω give imperf ind act 3rd pl ἐκύ̱δαινον , κυδαίνω give imperf ind act 1st sg …
23ὑπερκυδαίνω — ὑπερκῡδαίνω , ὑπέρ κυδαίνω give pres subj act 1st sg ὑπερκῡδαίνω , ὑπέρ κυδαίνω give pres ind act 1st sg …
24κατακυδαίνω — (Μ) τιμώ πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυδαίνω «τιμώ» (< κῦδος «δόξα»)] …
25κύδος — (I) κύδος, ὁ (Α) ονειδισμός, βρισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι]. (II) κῡδος, τὸ (Α) 1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.) 2. ως… …
26περικυδαίνω — Α τιμώ ή εγκωμιάζω κάποιον με μεγαλοπρέπεια, αποδίδω την ύψιστη τιμή σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυδαίνω «αποδίδω τιμή, δοξάζω»] …
27υπερκυδαίνω — Μ δοξάζω, επαινώ υπέρμετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κυδαίνω «δοξάζω»] …
28κατεκύδαινε — κατεκύ̱δαινε , κατά κυδαίνω give imperf ind act 3rd sg …
29κυδαινόμενοι — κῡδαινόμενοι , κυδαίνω give pres part mp masc nom/voc pl …
30κυδαινόμενος — κῡδαινόμενος , κυδαίνω give pres part mp masc nom sg …