κῠπελλο-μάχος

  • 1κυπελλομάχος — κυπελλομάχος, ον (Α) φρ. «κυπελλομάχος εἰλαπίνη» το συμπόσιο κατά το οποίο γίνονταν συναγωνισμός ποιος θα πιει περισσότερα κύπελλα κρασί (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύπελλο + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσο μάχος, λεοντο μάχος] …

    Dictionary of Greek