κῠνο-κλόπος

  • 1φρενοκλόπος — ον, Α αυτός που εξαπατά, που πλανεύει το πνεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + κλοπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. ἀνδραποδο κλόπος, κυνο κλόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 2λεκτροκλόπος — λεκτροκλόπος, ὁ (Α) μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. κυνο κλόπος, φρενο κλόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 3τυροκλόπος — ον, Μ (κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού στην Γαλεομαχία τού Προδρ.) αυτός που κλέβει το τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κλόπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. κυνο κλόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 4μηλοκλόπος — ο (Μ μηλοκλόπος, ον) αυτός που κλέβει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. κυνο κλόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 5πολυκλόπος — ον, Α αυτός που διαπράττει πολλές κλοπές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλοπος (< κλέπτω), πρβλ. κυνο κλόπος] …

    Dictionary of Greek