κῠμ
1κῦμ' — κῦμα , κῦμα anything swollen neut nom/voc/acc sg …
2Kydonen — (myk. ku do ni jo / Kudōnios; altgriechisch Κύδωνες Kýdones oder Κυδωνιάτας Kydoniátas)[1] ist die Bezeichnung eines bronzezeitlichen Volkes auf der griechischen Mittelmeerinsel Kreta. Nach ihnen beziehungsweise ihrem mythischen König Kydon… …
3Кидоны — Крит в античный период. На северо западе  город Кидония (ныне Хания) …
4πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …
5στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… …
6υπεξαντλώ — έω, Α [ἐξαντλῶ] αντλώ από κάτω, από το βάθος («κακῶν... κῡμ ὑπεξαντλῶν φρενί», Ευρ.) …