κῠβικός
1κυβικός — cubic masc nom sg …
2κυβικός — Όρος των μαθηματικών, που χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις χαρακτηρισμού: κ. πολυώνυμο. Έτσι ονομάζεται κάθε πολυώνυμο τρίτου βαθμού. κ. εξίσωση. Έτσι ονομάζεται κάθε εξίσωση τρίτου βαθμού αx3 + βx2 + γx + δ = 0 με α ≠ 0. κ. καμπύλη. Έτσι… …
3κυβικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύβο: Έχει κυβικό σχήμα. 2. «κυβικό μέτρο», μονάδα μέτρησης όγκου ίση με κύβο που έχει πλευρά ενός μέτρου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κυβικά — κυβικός cubic neut nom/voc/acc pl κυβικά̱ , κυβικός cubic fem nom/voc/acc dual κυβικά̱ , κυβικός cubic fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5κυβικῶν — κυβικός cubic fem gen pl κυβικός cubic masc/neut gen pl …
6κυβικόν — κυβικός cubic masc acc sg κυβικός cubic neut nom/voc/acc sg …
7κυβικαῖς — κυβικός cubic fem dat pl …
8κυβικαί — κυβικός cubic fem nom/voc pl …
9κυβικοῖς — κυβικός cubic masc/neut dat pl …
10κυβικοί — κυβικός cubic masc nom/voc pl …