κῠβερνήτης
1κυβερνήτης — steersman masc nom sg …
2κυβερνήτης — ο, θηλ. κυβερνήτρα (AM κυβερνήτης, θηλ. κυβερνῆτις, ιδος, Α αιολ. τ. κυμερνήτης) [κυβερνώ] 1. αυτός που διοικεί, που κυβερνά το κράτος (α. «κανένας κυβερνήτης δεν έδωσε σημασία στο χωριό μας» β. «ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην …
3κυβερνήτης — ο αυτός που κυβερνάει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κυβερνῆτα — κυβερνήτης steersman masc voc sg κυβερνήτης steersman masc nom sg (epic) …
5Παραμεσβάρα — Κυβερνήτης της Μαλάκας (1402 ή 1403 24). Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ήταν πρίγκιπας από τη Σουμάτρα ή την Ιάβα και παντρεύτηκε μια πριγκίπισα του Μαντζαπαχίτ. Περίπου στα 1400 εμφανίστηκε στο Τουμασέκ (Σιγκαπούρη), όπου δολοφόνησε τον τοπικό… …
6κυβερνητῶν — κυβερνήτης steersman masc gen pl …
7κυβερνήταιν — κυβερνήτης steersman masc gen/dat dual …
8κυβερνήταις — κυβερνήτης steersman masc dat pl …
9κυβερνήτου — κυβερνήτης steersman masc gen sg …
10κυβερνήτῃ — κυβερνήτης steersman masc dat sg (attic epic ionic) …