κῖκυς
1κίκυς — κῑκυς, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) δύναμη, ενεργητικότητα («σοὶ δ οὐκ ἔνεστι κῑκυς οὐδ αἱμόρρυτοι φλέβες» δεν έχεις δύναμη μέσα σου ούτε τρέχει στις φλέβες σου αίμα, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. προελληνικής προελεύσεως, ενώ, κατ… …
2κῖκυς — strength fem nom sg …
3κίκυς — κί̱κῡς , κῖκυς strength fem acc pl …
4k̂āk-1 : k̂ǝk-, probably k̂ā(i)k- : k̂īk- — k̂āk 1 : k̂ǝk , probably k̂ā[i]k : k̂īk English meaning: to jump, spring out Deutsche Übersetzung: ‘springen, hervorsprudeln, kräftig sich tummeln” Note: (with k̂ǝk as ablaut neologism from k̂ük ) Material: Gk. κηκίω… …
5άκικυς — ἄκικυς ( υος), ο, η (Α) [κῑκυς] αδύνατος, εξασθενημένος …
6κικύω — (Α) [κίκυς] είμαι δυνατός, έχω δύναμη …
7κίκυος — κί̱κυος , κῖκυς strength fem gen sg …