κῑονό-ημι

  • 1ημίκρανον — ἡμίκρανον, τὸ (AM) βλ. ημίκραιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κρανον (< *κρανον < κρανίον), πρβλ. δί κρανον, κιονό κρανον] …

    Dictionary of Greek