κῑονίσκος
1κιονίσκος — masc nom sg …
2κιονίσκος — ο (Α κιονίσκος) [κίων] μικρός κίονας, μικρός στύλος νεοελλ. ναυτ. στον πληθ. οι κιονίσκοι μικροί κίονες οι οποίοι βρίσκονται στο κατάστρωμα πλοίων και χρησιμοποιούνται για την ανάδεση τών σχοινιών ρυμούλκησης …
3κιονίσκοι — κιονίσκος masc nom/voc pl …
4κιονίσκου — κιονίσκος masc gen sg …
5κιονίσκων — κιονίσκος masc gen pl …
6κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… …
7μιλιοδείκτης — ο κιονίσκος κατά μήκος τών δρόμων για ένδειξη τών αποστάσεων σε μίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλι + δείκτης (< δείχνω), πρβλ. ωρο δείκτης] …
8στυλίδα — Μεγάλος παράλιος οικισμός (4.993 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (36 τ. χλμ., 5.088 κάτ.), στον οποίον ανήκουν και τα χωριά Πεταράδες (26 κάτ.) και Μελίσσια (69 κάτ.). Ο παράλιος… …
9στυλίσκος — ο, ΝΜΑ υποκορ. μικρός στύλος, κιονίσκος νεοελλ. ζωολ. σπειροειδής μικρή στήλη, που αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο ελίσσεται το όστρακο τών γαστερόποδων μαλακίων μσν. ιστός με πανί που βρίσκεται στην πρύμνη αρχ. 1. βακτηρία, ράβδος 2. τμήμα …
10Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάρου — Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάρου εκτίθενται μερικά από τα σημαντικότερα και ομορφότερα δείγματα τέχνης που άνθησε στις Κυκλάδες και έφτασε στο απόγειό της τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. Αν και αποτελείται μόνο από τρεις αίθουσες και μια αυλή, είναι… …
- 1
- 2