κῐνάμωμον
1κινάμωμον — κινάμωμον, τὸ (Α) βλ. κιννάμωμο …
2κινάμωμον — κιννάμωμον ḳinnamon neut nom/voc/acc sg …
3κιννάμωμο — και κινάμωμο, το (ΑΜ κιννάμωμον και κίνναμον, Α και κινάμωμον και κίναμον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες από τα οποία πολλά είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά 2. το …
4ԿԻՆԱՄՈՄՈՆ — (ի.) NBH 1 1096 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 12c, 13c գ. ԿԻՆԱՄՈՄՈՆ կամ ԿԻՆԱՄՈՆ. Բառ եբր. գիննէմոն. որ եւ գանաթօպ . եղէգն ընտիր. κωνάμωμον, κινάμωμον cinnamo, mum; cinamomum. իտ. canella. Նոյն ըստ Կասիա (զոր տեսցես), եւ ընդ… …