κῐθᾰρ-αοιδός

  • 1λυρωδός — λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ ωδός, τραγ ωδός] …

    Dictionary of Greek

  • 2φιλωδός — όν, Α αυτός που τού αρέσουν οι ωδές («ἀνὴρ φιλῳδός», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ῳδός (< ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. κιθαρ ῳδός] …

    Dictionary of Greek