κῆνσος
1κήνσος — κῆνσος, ου, ὁ (ΑΜ) 1. απογραφή και διατίμηση κτημάτων προκειμένου να επιβληθεί ανάλογη φορολογία 2. ο φόρος που οριζόταν κατά κεφαλήν, ο κεφαλικός φόρος 3. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος νομίσματος επικεφάλαιον» νόμισμα αξίας ενός δηναρίου. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
2κῆνσος — census masc nom sg …
3κῆνσον — κῆνσος census masc acc sg …
4NUMISMA Census — cuius mentio Matth. c. 22. v. 19. non certum fuit numismatis genus, quô solô tributa solverentur, sed pecunia Romana, quae sola ab exactoribus eius tributi accipiebatur. In Graeco est, τὸ νόμισμα τοῦ κήνσου; quae vox κῆνσος, etsi Latina est… …
5кинс — налог, подать , церк., др. русск. кинъсъ, киньсъ (Остром.), ст. слав. кинъсъ. Из греч. κῆνσος от лат. cēnsus; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 88; ИОРЯС 12, 2, 242; Бернекер 1, 504 …
6TRIBUTUM — an a Tribu, quod tributim solveretur, ut vult Festus an quia ex privato in publicum tribueretur, ut alii? Graece φόρος, a vectigali accurate Ioquentibus (multi enim promiscue sumunt) distinguitur. Capitolin. in Macro, c. XXIII. Vectigalia vel… …
7κήνσευσις — κήνσευσις, ἡ (Μ) [κηνσεύω] απογραφή, κήνσος* …
8κηνσεύω — (Μ) [κήνσος] εκτιμώ, διατιμώ κτηματική περιουσία προκειμένου να οριστεί ανάλογη φορολογία …
9κηνσοφύλαξ — κηνσοφύλαξ, ακος, ό (ΑΜ) ο φύλακας τών κήνσων, φορολογικός υπάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆνσος (< λατ. census) + φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. αρχειο φύλαξ, θησαυρο φύλαξ. Απόδοση τού λατ. custos census] …
10ομόκηνσος — ὁμόκηνσος (Μ) αυτός που φορολογείται όμοια, δηλ. εξίσου, με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κῆνσος «κεφαλικός φόρος»] …
- 1
- 2