κᾱμός
1κάμος — (I) κάμος, ὁ (Α) είδος μπίρας. (II) κάμος, ὁ (Α) είδος μέτρου, κάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κάβος (Ι)*] …
2κἀμός — ἀ̱μός , ἁμός 1 masc nom sg ἐμός , ἐμός mine masc nom sg ἀμός , ἡμός masc nom sg (aeolic) …
3κημός — ο (ΑΜ κημός, Α δωρ. τ. καμός) νεοελλ. σιδερένιο ημικυκλικό έλασμα που εφαρμόζεται στη μύτη τών ατίθασων αλόγων κατά την εξάσκηση τους μσν. καπίστρι αρχ. 1. φίμωτρο που τοποθετούσαν γύρω από το στόμα τού αλόγου για να μη δαγκώνει («εἰδέναι δὲ χρὴ… …
4Komos (Mythologie) — Komos (altgriechisch Κῶμος, dorisch Κᾶμος, latein Comus) ist in der griechischen Mythologie die Personifikation des dionysischen Festzugs Komos. Inhaltsverzeichnis 1 Darstellungen 2 Rezeption …