κᾱλ-

  • 1καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …

    Dictionary of Greek

  • 2Καλ' — Καλά̱ , Καλή fem nom/voc/acc dual Καλά̱ , Καλή fem nom/voc sg (doric aeolic) Καλαί , Καλή fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3καλ' — καλαί , κάλαις precious stone of a greenish blue fem voc sg καλά , καλός beautiful neut nom/voc/acc pl καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc/acc dual καλά̱ , καλός beautiful fem nom/voc sg (doric aeolic) καλέ , καλός beautiful masc voc sg καλαί ,… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4κάλ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5Κάλ' — Κάλαι , Κάλαις precious stone of a greenish blue fem voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6κάλ' — κάλαι , κάλη fem nom/voc pl κάλᾱͅ , κάλη fem dat sg (doric aeolic) κάλε , κάλως reefing rope masc voc sg (epic ionic) κά̱λᾱͅ , κήλη tumour fem dat sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 7καλλιγάριος — καλ(λ)ιγάριος, ὁ (AM) ο υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. caligarius «υποδηματοποιός» < caliga «υπόδημα»] …

    Dictionary of Greek

  • 8καλάινος — και καλλάινος, η, ο και καλ(λ)αγένιος, ια, ιο (Α καλάινος και καλλάινος, η, ον) νεοελλ. κατασκευασμένος ή όμοιος με καλάι, με κασσίτερο αρχ. 1. όμοιος στο χρώμα με κάλαϊν*. δηλ. που έχει χρώμα κυμαινόμενο μεταξύ κυανού και πράσινου,… …

    Dictionary of Greek

  • 9προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι …

    Dictionary of Greek

  • 10καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …

    Dictionary of Greek