κᾱλάπους
1καλάπους — καλάπους, ὁ (Α) ξύλινο πόδι, καλαπόδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς άλλος τ. τού καλόπους (βλ. και λ. καλαπόδι)] …
2καλάπους — κᾱλάπους , καλάπους shoemaker s last masc/fem nom/voc sg (attic) …
3καλαπόδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 751 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 93 χλμ. ΝΑ της Λαμίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αταλάντης. * * * το (AM καλαπόδιον, Μ και… …
4καλάποδα — κᾱλάποδα , καλάπους shoemaker s last neut nom/voc/acc pl κᾱλάποδα , καλάπους shoemaker s last masc/fem acc sg …
5Kaliber — Das Kaliber ist ein Maß für den Durchmesser von Projektilen. Auch der Innendurchmesser des Laufes einer Waffe wird als Kaliber bezeichnet. Handelt es sich um einen gezogenen Lauf, so unterscheidet man zwischen Innenkaliber, dem Durchmesser… …
6САПОЖНИК — • Sutor, σκυτοτόμος, шорник; sutor cerdo или s. veteramentarius, С. или башмачник, занимавшийся особенно починкой обуви. С. работали, как и сейчас, сидя. Для резанья кожи они употребляли разного рода ножи: нож режущий по прямой линии… …
7NORMA — inventum Theodori Samii, Plin. l. 7. c. 56. Graecis γνώμων, est quâ anguli exiguntur, a recri sint, ut perpendiculum, quô altitudines: linea vel regula, quâ longitudines explorantur. Lucianus in Harmonide, Ὁ γνώμων φασὶ καὶ ὁ κανὼν τῶ τοιούτων,… …
8καλόπους — (I) καλόπους, ουν (Α) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που έχει ωραία πόδια, εύπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πολύ πους, ωκύ πους]. (II) καλόπους και καλάπους, οδος, ὁ (Α) καλαπόδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + πούς …
9πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …
10καλάποδας — κᾱλάποδας , καλάπους shoemaker s last masc/fem acc pl …
- 1
- 2