κᾰμῑν-ίων

  • 1κολλυρίων — κολλυρίων, ωνος, ὁ (Α) είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολλύρα + επίθημα ίων (πρβλ. καμιν ίων, κολοβ ίων)] …

    Dictionary of Greek