κᾰλᾰμ-αυλος

  • 1κεραταύλης — κεραταύλης, ὁ (Α) κεραύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, ατος + αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης, σπονδ αύλης] …

    Dictionary of Greek

  • 2κεραύλης — κεραύλης, ὁ (Α) αυλητής που έπαιζε αυλό κατασκευασμένο από κέρατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + αύλης (< αυλός), πρβλ. καλαμ αύλης, χορ αύλης] …

    Dictionary of Greek

  • 3πρωταύλης — ὁ, Α αρχηγός, επικεφαλής τών αυλητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης] …

    Dictionary of Greek

  • 4ραπαύλης — και ῥαππαύλας και ῥαπαταύλης και ῥαπταύλης, ὁ, ΜΑ ο αυλητής, αυτός που παίζει με καλάμι από ράπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάπα + αὐλός (πρβλ. καλαμ αύλης), Ο τ. ῥαπαταύλης < ῥαπατήν, διαφορετική ανάγνωση τής λ. ῥάπα στο χωρίο τού Ησύχ. (βλ. ῥάπα), ενώ… …

    Dictionary of Greek

  • 5τριηραύλης — ὁ, Α αυλητής που έδινε στους κωπηλάτες τών τριήρων τον ρυθμό και τον χρόνο τής κωπηλασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης] …

    Dictionary of Greek

  • 6τυμβαύλης — ὁ, Α αυτός που κατά τη διάρκεια τών κηδειών έπαιζε με τον αυλό του επιτύμβια άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης, χορ αύλης] …

    Dictionary of Greek

  • 7χοραύλης — ὁ, Α μουσικός που συνοδεύει τον χορό με τον αυλό, αυλητής («Ἀναξήνορες δὲ κιθαρῳδοὶ καὶ Ξοῡθοι χοραῡλαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + αύλης (< αὐλῶ < αὐλός), πρβλ. καλαμ αύλης] …

    Dictionary of Greek