κᾰλοιώνιστος
1καλοιώνιστος — καλοιώνιστος, ον (Α) ευοίωνος, αίσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλῶς) + οἰωνίζομαι «προλέγω, μαντεύω από οιωνούς»] …
2καλοιώνιστος — of good omen masc/fem nom sg …
3καλοιωνίστους — καλοιώνιστος of good omen masc/fem acc pl …