κᾰλήμερος
1καλήμερος — καλήμερος, ον (Α) αυτός που έχει καλές, ευτυχισμένες μέρες, δηλ. ευτυχισμένη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακρο ήμερος, ολο ήμερος] …
2καλήμερος — bringing a fair day masc/fem nom sg …
3BONUS Dies — additum olim diebus festis. Καλὰς enim ἡμέρας festos dies vocabant Graeci, Latini honos: unde numquam Saturnalia, Liberalia, Hilaria et eiusmodi alios dies festos, nominabant Veter. quin adderent, Bonum diem. Ut, Saturnalihus bonô die,… …
4ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …
5μισοκαλήμερος — μισοκαλήμερος, ον (Α) 1. δύστροπος, ιδιότροπος 2. πλεονέκτης, αρπακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + καλήμερος «αυτός που έχει καλές ημέρες, ευτυχής»] …