κᾰκοποιός
1κακοποιός — doing ill masc/fem nom sg …
2κακοποιός — ά, ό (AM κακοποιός, όν) 1. αυτός που κάνει το κακό, που εκτελεί κακές πράξεις, βλαβερός (α. «κακοποιό στοιχείο» β. «κακοποιὸν ὄνειδος», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο κακοποιός κακούργος, εγκληματίας μσν. 1. ανήθικος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοποιόν… …
3κακοποιός, -ός, -ό — βλαβερός, επιζήμιος, κακούργος: Πρέπει να ξεκαθαρίσει ο τόπος από τους κακοποιούς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κακοποιόν — κακοποιός doing ill masc/fem acc sg κακοποιός doing ill neut nom/voc/acc sg …
5κακοποιοί — κακοποιός doing ill masc/fem nom/voc pl …
6κακοποιούς — κακοποιός doing ill masc/fem acc pl …
7κακοποιά — κακοποιός doing ill neut nom/voc/acc pl …
8κακοποιέ — κακοποιός doing ill masc/fem voc sg …
9κακοποιῷ — κακοποιός doing ill masc/fem/neut dat sg …
10αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του …