κύτος
1κύτος — hollow neut nom/voc/acc sg …
2κύτος — το (Α κύτος) 1. καθετί που χωράει κάτι, κοιλότητα, κοίλωμα, βαθούλωμα («τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει», Αριστοφ.) 2. το κοίλο μέρος τού πλοίου μεταξύ εσωτροπίου και καταστρώματος, το αμπάρι (α. «οι αντλίες έβγαλαν τα νερά που είχαν εισδύσει… …
3κύτος — το ους 1. κοίλωμα σκεύους, αντικείμενο. 2. το αμπάρι του πλοίου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κύτει — κύτος hollow neut nom/voc/acc dual (attic epic) κύτεϊ , κύτος hollow neut dat sg (epic ionic) κύτος hollow neut dat sg …
5κύτη — κύτος hollow neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κύτος hollow neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
6κυτίων — κύτος hollow neut gen pl (doric) …
7κυτῶν — κύτος hollow neut gen pl (attic epic doric) …
8κύτεος — κύτος hollow neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …
9κύτεσι — κύτος hollow neut dat pl …
10κύτεσιν — κύτος hollow neut dat pl …