κύρτη
1κύρτη — weel fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2κύρτῃ — κύρτη weel fem dat sg (attic epic ionic) …
3κύρτη — η (Α κύρτη) [κύρτος] ψαροκάλαθο, αλιευτικό καλάθι με στενό λαιμό και με δολώματα, στο οποίο όταν μπουν τα ψάρια δεν μπορούν να βγουν αρχ. 1. είδος κοσκίνου 2. κλουβί πτηνού …
4κυρτῇ — κυρτῆι , κυρτεύς one that fishes with the masc dat sg (epic ionic) κυρτός bulging fem dat sg (attic epic ionic) …
5κυρτή — κυρτός bulging fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
6κύρται — κύρτη weel fem nom/voc pl κύρτᾱͅ , κύρτη weel fem dat sg (doric aeolic) …
7κυρτῶν — κύρτη weel fem gen pl κυρτός bulging fem gen pl κυρτός bulging masc/neut gen pl κυρτόω hump up pres part act masc voc sg (doric aeolic) κυρτόω hump up pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κυρτόω hump up pres part act masc nom sg… …
8κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …
9κύρτος — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …
10κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… …