κύναρα
1κυνάρα — κυνάρᾱ , κυνάρα fem nom/voc/acc dual κυνάρᾱ , κυνάρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2κυνάρᾳ — κυνάρᾱͅ , κυνάρα fem dat sg (attic doric aeolic) …
3κυνάρα — η (Α κυνάρα) βλ. κινάρα …
4κυνάρας — κυνάρᾱς , κυνάρα fem acc pl κυνάρᾱς , κυνάρα fem gen sg (attic doric aeolic) …
5κυνάραι — κυνάρᾱͅ , κυνάρα fem dat sg (attic doric aeolic) …
6κυνάραν — κυνάρᾱν , κυνάρα fem acc sg (attic doric aeolic) …
7CINARA — apud Columellam, l. 10. v. 235. Horrida ponatur Cinara. ex Graeco Κινάρα, Latinis Carduns, Siculis olim cactus est, quem articactum hodie Galli vocant, Artichaut. Athen. l. 11. Τίς δὲ τούτοις οὐχι πειθόμενος θαῤῥῶν ἀ `ν εἴποι τὴν κάκτον εἶναι… …
8κάκτος — ο και η (Α κάκτος) νεοελλ. βοτ. κοινή ονομασία τών φυτών τής οικογένειας κακτίδες | αρχ. 1. είδος τού φυτού κυνάρα, κν. αγριαγκινάρα 2. ο καρπός τής κυνάρας 3. το φύλλο τού καρπού τής κυνάρας, το οποίο τρώγεται, εκτός από το αγκάθι που έχει στην… …
9κινάρα — η (Α κινάρα και κυνάρα) γένος φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και που κυριότερο είδος του είναι η αγκινάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως] …
10κύναρος — Νησίδα του Αιγαίου πελάγους. Βλ. λ. Κίναρος. * * * κύναρος, ἡ (Α) φρ. «κύναρος ἄκανθα» αγκινάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κυνάρα*] …
- 1
- 2