κύλλια ὑπώπια μέλανα η

  • 1κύλλια — κύλλια, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὑπώπια μελανά». [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλα (τὰ) «κοιλότητες κάτω από τα μάτια», με εκφραστικό αναδιπλασιασμό τού λ , + κατάλ. ια] …

    Dictionary of Greek