κύλινδρος
1κύλινδρος — rolling stone masc nom sg …
2κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… …
3κύλινδρος — ο 1. στερεό σώμα που καταλήγει σε δύο κυκλικές παράλληλες βάσεις. 2. η κυρτή επιφάνεια του σώματος αυτού. 3. χειρόγραφο από περγαμηνή ή πάπυρο τυλιγμένο γύρω από ξύλο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κυλίνδροις — κύλινδρος rolling stone masc dat pl …
5κυλίνδρου — κύλινδρος rolling stone masc gen sg κυλινδρόω roll pres imperat act 2nd sg κυλινδρόω roll imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
6κυλίνδρους — κύλινδρος rolling stone masc acc pl κυλινδρόω roll imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
7κυλίνδρων — κύλινδρος rolling stone masc gen pl κυλινδρόω roll imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κυλινδρόω roll imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
8κυλίνδρῳ — κύλινδρος rolling stone masc dat sg …
9κύλινδροι — κύλινδρος rolling stone masc nom/voc pl …
10κύλινδρον — κύλινδρος rolling stone masc acc sg …