κύδαρος
1κύδαρος — κύδαρος, ὁ, και κύδαρον, τὸ (Α) είδος μικρού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …
2κύδαρος — small ship masc nom sg …
3κύδαροι — κύδαρος small ship masc nom/voc pl …
4κυδάρου — κύδαρον small ship neut gen sg κύδαρος small ship masc gen sg …
5κύδαρον — small ship neut nom/voc/acc sg κύδαρος small ship masc acc sg …