κόχλαξ
1κόχλαξ — pebble masc nom/voc sg …
2κόχλαξ — κόλχαξ, ακος, ὁ (Α) 1. χαλίκι («ἐν πετροβόλοις καὶ ἐν κόχλαξι τοῡ πεδίου», ΠΔ) 2. λίθος μυλίτης, μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάχληξ] …
3κοχλάκων — κόχλαξ pebble masc gen pl …
4κόχλακα — κόχλαξ pebble masc acc sg …
5κόχλακας — κόχλαξ pebble masc acc pl …
6κόχλακες — κόχλαξ pebble masc nom/voc pl …
7κόχλακος — κόχλαξ pebble masc gen sg …
8κόχλαξι — κόχλαξ pebble masc dat pl (epic) …
9κόχλαξιν — κόχλαξ pebble masc dat pl (epic) …
10κάχληκας — ὁ (ΑΜ κάχληξ, Α και κόχλαξ) στρογγυλό λιθάρι τών παραλίων και τών ποταμών, κροκάλα, χαλίκι, βότσαλο, κοχλάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. ανάγεται σε ονοματοποιία και συνδέεται με το καχλάζω «βουίζω, κοχλάζω». Η λ. εμφανίζει την κατάλ. ηξ …
Страницы
- 1
- 2