κόχλαξ
11χλαρόν — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «χλαρόν κόχλαξ» β) «χλαρόν ῥυπαρόν, λεπτόν, τρυχαλέον, ὠχρόν» γ) «χλαρόν ἐλαιηρὸς κώθων» δ) στον πληθ. «χλαρά ψαιστὰ ἐν ἐλαίῷ» 2. (κατά τον Πίνδ. ως επίρρ.) νεανικά, ακμαία ή, κατ άλλους, με χαρά, εύθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
12κοχλακώδης — κοχλακώδης, ῶδες (Α) γεμάτος χαλίκια («ὀρεινὰ χωρία κοχλακώδη», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλαξ, α κ ος + κατάλ. ώδης (πρβλ. αμμ ώδης, πετρ ώδης)] …
Страницы
- 1
- 2