κόσμῳ
1κοσμώ — κοσμώ, κόσμησα βλ. πίν. 73 …
2κοσμώ — (I) (ΑM κοσμῶ, έω) [κόσμος] 1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ. γ. «χαλκοῑς σῶμ ἐκοσμήσανθ ὅπλοις», Ευρ.) 2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ… …
3κοσμώ — ησα, ήθηκα, κοσμημένος, η, ο 1. στολίζω, καλλωπίζω, ομορφαίνω. 2. μτφ., προσθέτω σε κάποιον τιμή, αξία κτλ.: Ο Ρίτσος κοσμεί την ελληνική ποίηση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κοσμῶ — κοσμέω order pres subj act 1st sg (attic epic doric) κοσμέω order pres ind act 1st sg (attic epic doric) …
5κόσμω — κόσμος order masc nom/voc/acc dual κόσμος order masc gen sg (doric aeolic) …
6κόσμῳ — κόσμος order masc dat sg …
7κόσμωι — κόσμῳ , κόσμος order masc dat sg …
8κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …
9Liste griechischer Phrasen/Omega — Omega Inhaltsverzeichnis 1 Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι …
10Wanderer, kommst du nach Sparta — Omega Inhaltsverzeichnis 1 Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι. 2 Ὦ γάμοι, γάμοι …