κόσμημα
1κόσμημα — ornament neut nom/voc/acc sg …
2κόσμημα — Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα. εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη …
3κόσμημα — το, ατος 1. αυτό με το οποίο κοσμούμε κάτι, στόλισμα, στολίδι. 2. καύχημα, τιμή, καμάρι: Τα παιδιά της είναι τα κοσμήματά της …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4περιδέραιο — Κόσμημα που περιβάλλει τον λαιμό, κατασκευασμένο από μικρά στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Το π., γνωστό από την εποχή του λίθου, είχε εκτός από τη διακοσμητική σημασία του και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο π. κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία… …
5βραχιόλι — Κόσμημα κατασκευασμένο από χρυσό, άργυρο ή άλλη ύλη (πλατίνα, ελεφαντοστό, κεχριμπάρι, μετάξι, ξύλο κ.ά.). Φοριέται συνήθως στο χέρι, επάνω από τον καρπό και κάποτε επάνω από τον αγκώνα ή στον αστράγαλο του ποδιού. Το β. είναι ένα από τα… …
6κοσμημάτων — κόσμημα ornament neut gen pl …
7κοσμήμασι — κόσμημα ornament neut dat pl …
8κοσμήμασιν — κόσμημα ornament neut dat pl …
9κοσμήματα — κόσμημα ornament neut nom/voc/acc pl …
10κοσμήματι — κόσμημα ornament neut dat sg …