κόσμημα

  • 91ενλόβιον — και ελλόβιον ἐνλόβιον και ἐλλόβιον (Α) [λοβός] το κόσμημα που τοποθετείται στον λοβό τού αφτιού, το ενώτιον, το σκουλαρίκι (και κατά τον Ησύχ., «ἐνλόβια ἐνώτια» …

    Dictionary of Greek

  • 92ενωράισμα — ἐνωράισμα, το (Α) 1. κόσμημα, στολίδι 2. καύχημα, εγκαλλώπισμα …

    Dictionary of Greek

  • 93ενώτιον — το (AM ἐνώτιον) κόσμημα που κρέμεται από το αφτί, σκουλαρίκι («ἐνώτιον χρυσοῡν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. φρ. «ενώτιον τροχίλου» μεταλλικός ή σχοίνινος δακτύλιος, με τον οποίο αναρτάται ο τρόχιλος που περιβάλλει τη θήκη του, κν. σκουλαρίκι 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 94εξανάσταση — η (AM ἐξανάστασις) [εξανασταίνω] εκκλ. ανάσταση νεκρών, έγερση από τον τάφο νεοελλ. 1. η απότομη έγερση κάποιου από τη θέση του 2. μτφ. εξέγερση, ξεσήκωμα, υποκίνηση σε επανάσταση, στάση, ανταρσία, αναστάτωση μσν. 1. ανέγερση, ανόρθωση 2. μτφ.… …

    Dictionary of Greek

  • 95επάνθημα — το (Α ἐπάνθημα) [επανθώ] νεοελλ. (ορυκτ.) λεπτό απόθεμα ορυκτής ουσίας πάνω στην επιφάνεια πετρώματος αρχ. 1. αυτό που βρίσκεται στην επιφάνεια σαν άνθος, το καλύτερο μέρος ενός πράγματος, ο ανθός, το κόσμημα («γέλως ὥσπερ τι ἐπάνθημα ὑπάρχων»,… …

    Dictionary of Greek

  • 96επίκρανο — το (Α ἐπίκρανον) [κρανίον] νεοελλ. το σακοειδές σχήμα τής χλαίνης που καλύπτει το κεφάλι πάνω από το πηλήκιο τών στρατιωτικών, η κουκούλα αρχ. 1. κάθε κάλυμμα ή κόσμημα τού κεφαλιού, κεφαλόδεσμος 2. αρχιτ. το κιονόκρανο, το αρχιτεκτονικό μέλος… …

    Dictionary of Greek

  • 97επίρρινος — ο (Α ἐπίρρινος, ον) [ρις, ρινός] νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το επίρρινο και επιρρίνιο λουρί τού χαλινού που περνά από τη ράχη τής μύτης τού αλόγου 2. αυτός που βρίσκεται πάνω στη μύτη αρχ. 1. αυτός που έχει μεγάλη μύτη, ο μυταράς 2. το ουδ. ως… …

    Dictionary of Greek

  • 98επίστημα — το (AM ἐπίστημα) [εφίστημι] γλυπτό ή σκαλιστό κόσμημα στην πλώρη τού πλοίου αρχ. μσν. επιτύμβια στήλη …

    Dictionary of Greek

  • 99επιρρίνεον — ἐπιρρίνεον, τὸ (Α) κόσμημα τής μύτης, κρίκος τής μύτης …

    Dictionary of Greek

  • 100επισφαίρωμα — ἐπισφαίρωμα, τὸ (Μ) το ἐπισφαίριον* που τοποθετούσαν πάνω σε ένα αντικείμενο, π.χ. σε στέμμα, κόσμημα, στεφάνι κ.λπ …

    Dictionary of Greek