κόσμημα
81δίπετρος — η, ο (Α δίπετρος, ον) νεοελλ. κόσμημα με δύο πολύτιμες πέτρες αρχ. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πέτρες ή βράχους …
82δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… …
83δαχτυλίδι — Βλ. λ. δακτυλίδι. * * * και δακτυλίδι, το (AM δακτυλίδιον Μ και δακτυλίδιν) [δακτύλιος] κόσμημα από μέταλλο συνήθως πολύτιμο (ή από άλλο υλικό) σε σχήμα κρίκου με λίθο ή σφραγίδα, το οποίο φοριέται στην κάτω φάλαγγα τών δαχτύλων τού χεριού,… …
84δεσίδι — το 1. αυτό με το οποίο συνδέουμε ή περισφίγγουμε 2. το δέσιμο, το να δέσει κανείς κάποιον 3. η προσαρμογή πολύτιμου λίθου σε κόσμημα 4. η στερέωση, η ισχυροποίηση …
85διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …
86διαμαντικό — το 1. αδαμαντοποίκιλτο κόσμημα 2. πληθ. τα διαμαντικά σύνολο κοσμημάτων με διαμάντια και άλλα πολύτιμα πετράδια …
87διαμαντόπετρα — η διαμάντι προσαρμοσμένο σε κόσμημα …
88δορκάδιο — το (AM δορκάδιον) νεοελλ. φυτοφάγο κολεόπτερο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών αρχ. μσν. ζαρκάδι μικρής ηλικίας, ζαρκαδάκι αρχ. 1. ασημένιο κόσμημα με το σχήμα ζαρκαδιού 2. το φυτό δίκταμνο …
89δόναξ — ( ακος), ο (AM δόναξ Α και δοῡναξ και δῶναξ) 1. καλάμι, βλαστός, στέλεχος φυτού, κοτσάνι 2. οστρακόδερμο με οδοντωτά εσωτερικά χείλη νεοελλ. κόσμημα τών ραβδώσεων τών κιόνων και των παραστάδων σε σχήμα ημικυκλικής ράβδου αρχ. 1. κρεβάτι από… …
90εγκαλλώπισμα — το (AM ἐγκαλλώπισμα) στολίδι ή κόσμημα για το οποίο μπορεί να καυχιέται κανείς …