κόσμημα

  • 121κλειδωτήρι — και κλειδωτάρι, το (Μ κλειδωτήρι) [κλειδώνω] νεοελλ. μετάλλινο κόσμημα τών γυναικείων φορεμάτων, πόρπη, με την οποία συνδέονται τα δύο άκρα τής ζώνης, αλλ. κόπιτσα, θηλυκωτήρι μσν. κλειδί …

    Dictionary of Greek

  • 122κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… …

    Dictionary of Greek

  • 123κολαΐνα — η (Μ κολάϊνα) κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, περιδέραιο, γιορντάνι, κολιέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. colagna] …

    Dictionary of Greek

  • 124κολιέ — το κόσμημα για τον λαιμό, περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. collier < λατ. collarium < collare < collum «λαιμός»] …

    Dictionary of Greek

  • 125κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… …

    Dictionary of Greek

  • 126κορνικουλάριος — και κορνιουκλάριος, ὁ (Α) 1. στρατιώτης που έλαβε ως βραβείο ένα κερατοειδές κόσμημα τού κράνους και προήχθη σε ανώτερη τάξη 2. πάρεδρος, βοηθός, γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cornicularius (< corniculum, υποκορ. τού cornu «κέρας»)] …

    Dictionary of Greek

  • 127κοροκόσμιον — κοροκόσμιον, τὸ (Α) 1. παιχνίδι ή κόσμημα κοριτσιού 2. η κόρη τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρ η + συνδετικό φωνήεν ο + κόσμ ιον «στολίδι» (< κόσμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 128κορόνα — η (Μ κορώνα) 1. διάδημα, στέμμα, κυρίως βασιλέων ή επισκόπων 2. θυρεός, οικόσημο, έμβλημα 3. μτφ. η πρώτη, η κορυφαία («είμαι η Ελλάδα, τών πατρίδων είμ εγώ η κορόνα και τών ανθρώπων ο βωμός», Παλαμ.) νεοελλ. 1. η όψη τού νομίσματος στην οποία… …

    Dictionary of Greek