κόρα
1Κόρα — Κόρᾱ , Κόρα fem nom/voc/acc dual Κόρᾱ , Κόρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2κόρα — κόρᾱ , κόρη girl fem nom/voc/acc dual (attic) κόρᾱ , κόρη girl fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3Κόρᾳ — Κόραι , Κόρα fem nom/voc pl Κόρᾱͅ , Κόρα fem dat sg (attic doric aeolic) …
4κόρα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 30 Ιουνίου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,7, και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,4. Διεθνώς ονομάζεται Cora 504. * * * (I) κόρα …
5κόρα — η η σκληρή πέτσα που περιβάλλει το ψωμί: Του αρέσει η κόρα του ψωμιού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6κόρᾳ — κόραι , κόρη girl fem nom/voc pl (attic) κόρᾱͅ , κόρη girl fem dat sg (attic doric aeolic) …
7Κόρας — Κόρᾱς , Κόρα fem acc pl Κόρᾱς , Κόρα fem gen sg (attic doric aeolic) …
8Κόραι — Κόρα fem nom/voc pl Κόρᾱͅ , Κόρα fem dat sg (attic doric aeolic) …
9Κόραν — Κόρᾱν , Κόρα fem acc sg (attic doric aeolic) …
10κόρας — κόρᾱς , κόρη girl fem acc pl (attic) κόρᾱς , κόρη girl fem gen sg (attic doric aeolic) …