κόπις
1κοπίς — κοπίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κοπίδα …
2κοπίς — chopper fem nom sg …
3κόπις — (I) κόπις, ἡ (ΑM) [κοπή] 1. το κεντρί 2. μτφ. ανησυχία. (II) κόπις, ιδος, ὁ (Α) φλύαρος, ψευδολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπή. Παρόμοια σημασιολογική απόχρωση παρατηρείται και στο β συνθετικό κόπος (< κόπος) τού δημο κόπος] …
4κόπις — κόπῑς , κόπις prater fem acc pl (epic doric ionic aeolic) κόπις prater fem nom sg …
5κοπεῖσι — κόπις prater fem dat pl (attic epic) κόπτω cut aor part pass masc/neut dat pl …
6κοπεῖσιν — κόπις prater fem dat pl (attic epic) κόπτω cut aor part pass masc/neut dat pl …
7κοπίδα — κοπίς chopper fem acc sg …
8κοπίδας — κοπίς chopper fem acc pl …
9κοπίδες — κοπίς chopper fem nom/voc pl …
10κοπίδι — κοπίς chopper fem dat sg …
Страницы