κόναβος
1κόναβος — κόναβος, ὁ (Α) κρότος, θόρυβος, χτύπος, πάταγος («κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικά < κοναβῶ] …
2κόναβος — ringing masc nom sg …
3κόναβον — κόναβος ringing masc acc sg …
4κακκάβη — (I) κακκάβη, ἡ (Α) κακκάβι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πιθ. ακκαδ. kukkubu), την οποία από την ελλ. δανείστηκε με τη σειρά της η λατ. (πρβλ. λατ. cacabus «χύτρα»). ΠΑΡ. αρχ. κακκάδιον. ΣΥΝΘ. μσν.… …
5κοναβηδόν — (Α) επίρρ. με θόρυβο, με κρότο, με πάταγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόναβος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμ ηδόν, σωρ ηδόν)] …
6κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …
7bhlei-2 — bhlei 2 English meaning: to swell Deutsche Übersetzung: “aufblasen, schwellen, strotzen, ũberfließen” Note: extension from bhel ds. Material: Nor. dial. bleime, O.S. blēma “ bleb on the skin “ (compare Nor. bläema ds. under… …
8kan- — kan English meaning: to sing, sound Deutsche Übersetzung: ‘singen, klingen, also von anderen Geräuschen” Material: Gk. κανά(σσω), Aor. κανάξαι “with noise fließen or schũtten”, καναχή “Getön, noise”, καναχέω, καναχίζω ‘schalle,… …