κόμος
1-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …
2κομός — ο βλ. κομό …
3ερνοκόμος — ἐρνοκόμος, ὁ (Α) αυτός που φροντίζει, που περιποιείται τα νεαρά φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. έρνος «νεαρό φυτό» + «κόμος (< κομώ «φροντίζω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ιππο κόμος τραπεζο κόμος)] …
4εύκομος — εὔκομος, ον, επικ. και λυρικός τ. ἠΰκομος, ον (Α) 1. (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά, η καλλίκομος 2. (για ζώα) αυτός που έχει καλό, ωραίο μαλλί, ο εύμαλλος («εὔκομα μῆλα» τα εύμαλλα πρόβατα, Ανθ. Παλ.) 3.… …
5ζωοκόμος — ο ο ασχολούμενος με την επιστημονική παραγωγή και συντήρηση ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κομος (< κομώ), πρβλ. ανθο κόμος, μελισσο κόμος] …
6ηδύκομος — ἡδύκομος, ον (Α) (για φυτά ή άνθη) αυτός που αναδίδει από τα φύλλα του ευχάριστη οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + κομος (< κόμη «μαλλιά, φύλλωμα»), πρβλ. βαθύ κομος, καλλί κομος] …
7θηριοκόμος — θηριοκόμος, ὁ (Α) αυτός που τρέφει και περιποιείται άγρια ζώα κλεισμένα σε κλουβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο κόμος, νοσο κόμος] …
8θηροκόμος — θηροκόμος, ον (Α) 1. αυτός που τρέφει και περιποιείται άγρια ζώα 2. (ειδ.) αυτός που συντηρεί καμήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + κομος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. δασο κόμος, τραπεζο κόμος] …
9ιεροκόμος — ἱεροκόμος, ὁ (Α) επιμελητής ναού, νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κόμος (< κομώ) πρβλ. ανθο κόμος, ιππο κόμος] …
10ιπποκόμος — ο (Α ἱπποκόμος) αυτός που περιποιείται ίππους, που φροντίζει για την καλή διατροφή και συντήρηση ίππων («βοηλάτην ἤ ἱπποκόμον», Πλάτ.) νεοελλ. στρατιώτης που ήταν επιφορτισμένος να εκτελεί τις υπηρεσιακές διαταγές ενός αξιωματικού, να τόν… …