κόμβος θῆλυς

  • 1κομβοθηλεία — κομβοθηλεία, ἡ (Α) πόρπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει ως α συνθετικό τον τ. κόμβος και ως β συνθετικό το επίθ. θῆλυς] …

    Dictionary of Greek