κόλυμβος
1κόλυμβος — *Mens. masc nom sg …
2κόλυμβος — (Colymbus). Γένος μεμβρανοπόδων πτηνών της οικογένειας των κολυμβιδών, της τάξης των γαβιομόρφων. Τα πουλιά αυτά, γνωστά ως κολίμπριβουταναριές, είναι επιδέξιοι βουτηχτές και κολυμπούν με ευκολία στο νερό, ακόμα και κάτω από την επιφάνειά του.… …
3πυγόπους — (κόλυμβος ο λοφιοφόρος – colymbus cristatus). Στεγανόποδο πτηνό της οικογένειας των κολυμβιδών, της τάξης των κολυμβομόρφων, της οποίας είναι ο μεγαλύτερος και πιο τυπικός εκπρόσωπος. Το πουλί αυτό, μήκους κατά μέσο όρο 53 εκ., έχει ογκώδη κορμό… …
4κολύμβοις — κόλυμβος *Mens. masc dat pl …
5κολύμβου — κόλυμβος *Mens. masc gen sg …
6κολύμβους — κόλυμβος *Mens. masc acc pl …
7κολύμβων — κόλυμβος *Mens. masc gen pl κολυμβάω dive imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κολυμβάω dive imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
8κολύμβως — κόλυμβος *Mens. masc acc pl (doric) …
9κολύμβῳ — κόλυμβος *Mens. masc dat sg …
10κόλυμβοι — κόλυμβος *Mens. masc nom/voc pl …