κίσσινος
1κίσσινος — κίσσινος, ίνη, ον (Α) [κισσός] 1. αυτός που είναι φτιαγμένος από κισσό ή ξύλο κισσού («στεφανοῡν τε κρᾱτα κισσίνοις βλαστήμασιν», Ευρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κίσσινον ονομασία εμπλάστρου …
2κισσίνη — κίσσινος of ivy fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3κισσίνην — κίσσινος of ivy fem acc sg (attic epic ionic) …
4κισσίνους — κίσσινος of ivy masc acc pl …
5κισσίνῃ — κίσσινος of ivy fem dat sg (attic epic ionic) …
6κίσσιν' — κίσσινα , κίσσινον of ivy neut nom/voc/acc pl κίσσινα , κίσσινος of ivy neut nom/voc/acc pl κίσσινε , κίσσινος of ivy masc voc sg κίσσιναι , κίσσινος of ivy fem nom/voc pl …
7κισσίνας — κισσίνᾱς , κίσσινος of ivy fem acc pl κισσίνᾱς , κίσσινος of ivy fem gen sg (doric aeolic) …
8κισσίνων — κίσσινον of ivy neut gen pl κίσσινος of ivy fem gen pl κίσσινος of ivy masc/neut gen pl …
9κίσσινον — of ivy neut nom/voc/acc sg κίσσινος of ivy masc acc sg κίσσινος of ivy neut nom/voc/acc sg …
10κισσήεις — κισσήεις, εσσα, ῆεν (AM) κίσσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + επίθημα ήεις (πρβλ. ανθ ήεις, δενδρ ήεις)] …
- 1
- 2