κίσηλις
1κίσηρη — η (Α κίσηρις, ήρεως και ήριδος και κίσηλις) ελαφρός σπογγοειδής ή διάτρητος λίθος, ελαφρόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως] …
1κίσηρη — η (Α κίσηρις, ήρεως και ήριδος και κίσηλις) ελαφρός σπογγοειδής ή διάτρητος λίθος, ελαφρόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως] …