1κίρσωσις — κίρσωσις, ἡ (Α) [κιρσώ] ο σχηματισμός κιρσών …
Dictionary of Greek
2κίρσωσιν — κίρσωσις becoming varicose fem acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)