κίθαρος
1κίθαρος — κίθαρος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) 1. ο θώρακας τού σώματος, το στήθος 2. είδος ψαριού τής Ερυθράς Θάλασσας, ιερού τού Απόλλωνος, αλλ. κιθαρωδός 3. επίσης είδος ψαριού τού Νείλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα. Το σχήμα τής κιθάρας οδήγησε στην παρομοίωση με τον… …
2κίθαρος — chest masc nom sg …
3κιθάρου — κίθαρος chest masc gen sg …
4κιθάρους — κίθαρος chest masc acc pl …
5κιθάρων — κίθαρος chest masc gen pl …
6κιθάρῳ — κίθαρος chest masc dat sg …
7κίθαροι — κίθαρος chest masc nom/voc pl …
8κίθαρον — κίθαρος chest masc acc sg …
9κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …
10κιθάριον — κιθάριον, τὸ (Α) υποκορ. του ψαριού κίθαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίθαρος + υποκορ. κατάλ. ιον] …
- 1
- 2