κίγκλισις
1κίγκλισις — κίγκλισις, εως, ιων. γεν. ιος, ἡ (Α) [κιγκλίζω (II)] ταχεία, ξαφνική κίνηση …
2κιγκλίσιος — κίγκλισις quick fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
3κίγκλισιν — κίγκλισις quick fem acc sg …
4κιγκλισμός — κιγκλισμός, ὁ (Α) [κιγκλίζω (II)] 1. κίγκλισις* 2. ταραχή …
5κιγκλίσι — κιγκλίσῑ , κίγκλισις quick fem dat sg (epic doric ionic aeolic) κιγκλίς latticed gates fem dat pl …