κίβδος
1κίβδος — κίβδος, ὁ, πιθ. και κίβδη, ἡ (Α) σκουριά ή κράμα μετάλλων με τα οποία νοθευόταν ο χρυσός («τὴν δὲ σκωρίαν καὶ κίβδον ἐκάλεσαν», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Έγινε προσπάθεια συνδέσεως του με τη γλώσσα του Ησυχίου κίβον ἐνεόν, δηλ. «κουφό». Υπάρχουν… …
2κίβδον — κίβδος adulterated masc acc sg …
3-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …
4κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός …
5κίβδης — (Α) [κίβδος] (κατά τον Ησύχ.) «κακοῡργος, κάπηλος, χειροτέχνης» …
6κίβδων — κίβδων, ωνος και δ. γρφ. κιβδών, ῶνος, ὁ (Α) [κίβδος] αυτός που εργάζεται σε μεταλλεία («κιβδῶνες μεταλλεῑς», Φώτ.) …
7ρυποκιβδοτόκων — ωνος, ὁ, Α (για πρόσ.) φιλάργυρος ή αισχροκερδής ή τοκογλύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + κίβδος «σκουριά» + τόκος + επίθημα ων] …