κίβδηλόν τι
1κίβδηλον — κίβδηλος adulterated masc/fem acc sg κίβδηλος adulterated neut nom/voc/acc sg …
2κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός …
3Shaatnez — Shatnez (or Sh atnez/Shaatnez) (שעטנז) is the Jewish law derived from the Torah that prohibits the wearing of a garment containing both interwoven wool and linen (linsey woolsey) ; any such fabric is referred to in Judaism as shatnez . The… …
4κίβδηλις — και κιβδηλίς, ἡ (Α) [κίβδηλος] (κατά τον Ησύχ.) «ἔστι δὲ κίβδηλις ἐν τοῑς μετάλλοις σκωρία, ἀφ ἧς πᾱν φαῡλον κίβδηλον, μοχθηρόν, ψεῡμα, νόθον, ἀδόκιμον» …
5υπομόχθηρος — ον, ΜΑ [μοχθηρός] αυτός που βρίσκεται σε κάπως άσχημη κατάσταση («ἄγαλμα ὑπομόχθηρον καὶ κίβδηλον», Ευστ.) αρχ. (κατά τον Πολυδ.) «ὁ ἀθυρόγλωσσος παρ Εὐριπίδῃ» …