κίβδηλος
1κίβδηλος — adulterated masc/fem nom sg …
2κίβδηλος — η, ο (ΑΜ κίβδηλος, ον) 1. (για ευγενή μέταλλα και για νομίσματα που προήλθαν από αυτά) νοθευμένος με ευτελή μέταλλα, κάλπικος, παραχαραγμένος, παραποιημένος («χρυσοῡ κιβδήλοιο καὶ ἀργύρου», Θέογν.) 2. μτφ. δόλιος, ανειλικρινής, ψεύτικος, απατηλός …
3κίβδηλος — η, ο 1. νοθευμένος, κάλπικος, πλαστός: Έχει κίβδηλα χαρτονομίσματα. 2. δόλιος, ανειλικρινής: Πρόκειται για κίβδηλο άνθρωπο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κιβδηλότατον — κίβδηλος adulterated masc acc superl sg κίβδηλος adulterated neut nom/voc/acc superl sg …
5κιβδήλως — κίβδηλος adulterated adverbial κίβδηλος adulterated masc/fem acc pl (doric) …
6κίβδηλον — κίβδηλος adulterated masc/fem acc sg κίβδηλος adulterated neut nom/voc/acc sg …
7κιβδηλοτάτην — κίβδηλος adulterated fem acc superl sg (attic epic ionic) …
8κιβδήλοιο — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut gen sg (epic) …
9κιβδήλοις — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut dat pl …
10κιβδήλοισι — κίβδηλος adulterated masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …